-
1 пачка
пачка ж το δεμάτι, η δέσμη, το πακέτο· \пачка сигарет ένα πακέτο τσιγάρα* * *жτο δεμάτι, η δέσμη, το πακέτοпа́чка сигаре́т — ένα πακέτο τσιγάρα
-
2 пачка
пачкаж1. τό πακέτο / ἡ δέσμη (связка):\пачка папирос ἕνα πακέτο τσιγάρα· \пачка книг ἡ δέσμη βιβλίων2. (балерины) ἡ Φούστα μπαλαρίνας.
См. также в других словарях:
πακέτο — το (λ. ιταλ.) 1. κουτί από χαρτόνι: Δώστε μου ένα πακέτο τσιγάρα. 2. συσκευασία πραγμάτων σε δέμα σχετικά μικρό: Κατά τις μέρες των εκπτώσεων οι γυναίκες είναι φορτωμένες με πακέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)